- ἀγάφθεγκτος
- ᾰγάφθεγκτος, -ον1 loudly sounding
ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγάφθεγκτος — ἀγάφθεγκτος, ον (Α) μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + φθέγγομαι] … Dictionary of Greek
ἀγαφθέγκτων — ἀγάφθεγκτος loud sounding fem gen pl ἀγάφθεγκτος loud sounding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)